- προς-απ-αρτίζω
προς-απ-αρτίζω, noch dazu vollenden, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-απ-αρτίζω, noch dazu vollenden, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εξαρτίζω — (AM ἐξαρτίζω) [αρτίζω] μσν. νεοελλ. εφοδιάζω κάτι και ειδικότερα πλοίο ή στόλο με όλα τα απαραίτητα εξαρτήματα, αρματώνω, εξοπλίζω αρχ. 1. κάνω κάτι άρτιο, τέλειο, συμπληρώνω 2. παρασκευάζω, ετοιμάζω («ἵνα ἄρτιος ᾖ ὁ τοῡ θεοῡ ἄνθρωπος, πρὸς πᾱν… … Dictionary of Greek