πλαστός

πλαστός

πλαστός, gebildet, geformt, bes. aus Thon, Wachs, Hes. Th. 513; übertr., erdichtet, ersonnen, dah. falsch, unächt, π λαστὸς ὡς εἴην πατρί, Soph. O. R. 780; bei Aesch. Eum. 53, ῥέγκουσι δ' οὐ πλαστοῖσι φυσιάμασιν, erkl. man gew. »dem man nicht nahen darf, unnahbar (πελαστοῖς, Elmsl. vermuthet πλατοὶς)«, Einige, »nicht künstlich Gemachtes. d. i. Natürliches, Wirkliches«; πλασταῖσι βακχείαισιν, Eur. Bacch. 218; u. in Prosa: μὴ πλαστῶς, ἀλλ' ὄντως φιλόσοφος, Plat. Soph. 216 c; Ggstz von ἀληϑῶς, Legg. I, 642; Sp., wie Plut. u. Luc. öfter.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλαστός — formed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαστός — ή, ό / πλαστός, ή, όν, ΝΜΑ [πλάσσω] 1. αυτός που έχει πλαστεί, κατασκευαστεί από εύπλαστη ύλη, ιδίως από πηλό ή κερί 2. αυτός που πλάστηκε ως απομίμηση τού γνησίου, ψευδής, ψεύτικος, κίβδηλος (α. «πλαστό έγγραφο» β. «οὐ πλαστὴν τὴν φιλίαν… …   Dictionary of Greek

  • πλαστός — ή, ό ο ψεύτικος, ο μη γνήσιος, ο μη πραγματικός: Ο τίτλος είναι πλαστός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλαστόν — πλαστός formed masc acc sg πλαστός formed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαστοῖς — πλαστός formed masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαστοί — πλαστός formed masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαστοῦ — πλαστός formed masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαστῶς — πλαστός formed adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαστῷ — πλαστός formed masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρόπλαστος — η, ο (Α κηρόπλαστος, ον) ο κατασκευασμένος, ο πλασμένος από κερί, κέρινος, κερένιος («μελίσσης κηρόπλαστον ὄργανον», Σοφ.) αρχ. 1. (για κορίτσι) όμορφη σαν κερένια κούκλα («ξανθώ, κηρόπλαστε, μυρόχροε», Ανθ. Παλ.) 2. κηρόδετος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ημίπλαστος — ἡμίπλαστος, ον (Α) αυτός που έχει πλαστεί κατά το ήμισυ, ατελώς πλασμένος, μισοπλασμένος, μισοσχηματισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πλαστος (< πλάσσω), πρβλ. εύ πλαστος, πρωτό πλαστος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”