πομπεῖον

πομπεῖον

πομπεῖον, τό, die zu festlichen Aufzügen gehörigen Geräthschaften, Andoc. 4, 29; ποίησις τῶν πομπείων, Dem. 27, 8; τὰ πομπεῖα κατακόπτειν, ib. 161. – Auch das öffentliche Gebäude in Athen, wo diese Geräthschaften aufbewahrt wurden, Rüstkammer, Dem. 34, 39.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πομπεῖον — vessel employed in solemn processions neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπείον — Κτίριο της αρχαίας Αθήνας, όπου φύλαγαν σκεύη και όργανα που χρησιμοποιούσαν για την τέλεση πομπών και θρησκευτικών παρελάσεων. Βρισκόταν στην αριστερή πλευρά της Ιεράς Οδού, κοντά στο Δίπυλο. Το κτίριο ήταν διακοσμημένο με ζωγραφικούς πίνακες… …   Dictionary of Greek

  • πομπεῖα — πομπεῖον vessel employed in solemn processions neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • πομπεῖ' — πομπεῖαι , πομπεία leading in procession fem nom/voc pl πομπεῖα , πομπεῖον vessel employed in solemn processions neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπείοις — πομπεί̱οις , πομπεῖον vessel employed in solemn processions neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπείου — πομπεί̱ου , πομπεῖον vessel employed in solemn processions neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπείων — πομπεί̱ων , πομπεῖον vessel employed in solemn processions neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπείῳ — πομπεί̱ῳ , πομπεῖον vessel employed in solemn processions neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”