πομπευτήριος

πομπευτήριος

πομπευτήριος, zum feierlichen Aufzuge, zur Procession gehörig, D. Hal. de vi Dem. 32 u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πομπευτήριος — ία, ον, Α αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην πομπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πομπεύω + επίθημα τήριος (πρβλ. βουλευ τήριος)] …   Dictionary of Greek

  • πομπευτηρίων — πομπευτήριος of fem gen pl πομπευτήριος of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… …   Dictionary of Greek

  • πομπευτικός — ή, όν, Α [πομπεύω] 1. πομπευτήριος* 2. (στη μετρική) ο. μετρικός πόδας παλιμβάκχειος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”