πλύμα

πλύμα

πλύμα, τό, Wasser, worin man Etwas abgewaschen hat, Spülwasser; Plat. com. bei Poll. 7, 40; Nic. Al. 258. 467 u. a. Sp.; vgl. auch Poll. 7, 39.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλύμα — water in which something has been washed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλύμα — (I) ατος, το / πλύσμα, ΝΑ [πλύνω] 1. νερό μέσα στο οποίο έχει πλυθεί κάτι, απόπλυμα 2. μτφ. άνοστο και νερόβραστο φαγητό | νεοελλ. βρόμικο νερό που προέρχεται συνήθως από πλύσιμο μαγειρικών σκευών 2. νερό μαζί με πίτυρα που δίνεται ως τροφή στους …   Dictionary of Greek

  • πλύμα — το, ατος το ακάθαρτο νερό από το πλύσιμο, απόπλυμα: Ρίξε τα πλύματα στο νεροχύτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλύμασι — πλύμα water in which something has been washed neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλύμασιν — πλύμα water in which something has been washed neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλύματα — πλύμα water in which something has been washed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλύματι — πλύμα water in which something has been washed neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλύματος — πλύμα water in which something has been washed neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδοντόπλυμα — το φαρμακευτικό παρασκεύασμα που χρησιμοποιείται ως αντισηπτικό τής στοματικής κοιλότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + πλύμα (< πλύνω)] …   Dictionary of Greek

  • πλύντρον — τὸ, Α 1. το πλύμα 2. ο μισθός εκείνου που πλένει, τα πλυστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλύνω + επίθημα τρον (πρβλ. σήμαν τρον)] …   Dictionary of Greek

  • πλύνω — ΝΜΑ, πλένω Ν καθαρίζω κάτι μέσα σε νερό ή ρίχνοντας πάνω του νερό (α. «πλένω την αυλή» β. «ἔπλυναν τὰς στολὰς αὐτῶν καὶ ἐλεύκαναν αὐτάς», ΚΔ) νεοελλ. 1. πλένω τα χέρια, το πρόσωπό μου, νίβω 2. (σχετικά με ρούχα) κάνω μπουγάδα, κάνω πλύση αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”