- πλόμος
πλόμος, ὁ, u. πλομίζω, s. φλόμος, φλομίζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλόμος, ὁ, u. πλομίζω, s. φλόμος, φλομίζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλόμος — ὁ, Α φλόμος, βουκάμινο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. φλόμος*] … Dictionary of Greek
πλόμῳ — πλόμος poison with mullein masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλομίζω — Α [πλόμος] ναρκώνω ψάρια με φλόμο και τά ψαρεύω, φλομίζω, φλομώνω («τοὺς ἐν ποταμοῑς καὶ λίμναις θηρεύειν πλομίζοντας») … Dictionary of Greek
φλόμος — ο, ΝΜΑ, και σφλόμος και φλώμος Ν, και φλῶμος Μ, και φλόνος και θηλ. φλόμος, ἡ, ΜΑ, και πλόμος Α κοινή σήμερα ονομασία ειδών φυτών τού γένους βερμπάσκο, αλλ. φλομόχορτο νεοελλ. 1. βοτ. κοινή ονομασία ειδών τού γένους φλομίς και ιδίως τού είδους… … Dictionary of Greek