πλόκανον — plaited work neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλόκανον — και πλόχανον, τὸ, Α 1. το πλεκτό, οποιοδήποτε έργο πλεκτικής, όπως είναι λ.χ. το καλάθι, καθετί το πλεγμένο 2. πλεκτό κόσκινο ή λίκνο για καθαρισμό σιτηρών 3. πλεγμένο σχοινί 4. διυλιστήρας, σουρωτήρι, κόσκινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλοκ τής… … Dictionary of Greek
πλοκάνοις — πλόκανον plaited work neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοκάνου — πλόκανον plaited work neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοκάνων — πλόκανον plaited work neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοκάνῳ — πλόκανον plaited work neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλόκανα — πλόκανον plaited work neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλέκω — (I) ΝΜΑ, διαλ. τ. πλέγω και πλέχω Ν 1. κατασκευάζω πλέγματα συστρέφοντας ή περνώντας το ένα μέσα από το άλλο κλαδιά, σχοινιά, καλάμια, νήματα ή άλλο υλικό (α. «πλεγμένα με τα φύλλα τού μυστικού Ελικώνος», Κάλβ. β. «πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν… … Dictionary of Greek
πλόχανον — άνου, τὸ, Α βλ. πλόκανον … Dictionary of Greek
plek̂- — plek̂ English meaning: to plait, weave Deutsche Übersetzung: “flechten, zusammenwickeln” Note: presumably further formations from pel “falten” Material: O.Ind. prasna m. “netting, lurban” (also plü s i m. “ intestines,… … Proto-Indo-European etymological dictionary