πλωίς, ἡ, = πλωάς, Ap. Rh. 2, 1053 πλωΐδας ὄρνιϑας Στυμφηλίδος ἔσϑενε λίμνης ὤσασϑαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλωί — πλωίς life belt fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλωίδας — πλωίς life belt fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλωίδες — πλωίς life belt fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)