- ποτή
ποτή, ἡ, der Flug, das Fliegen, Od. 5, 337.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποτή, ἡ, der Flug, das Fliegen, Od. 5, 337.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποτή — flight fem nom/voc sg (attic epic ionic) ποτός drunk fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτή — (I) ἡ, Α (ποιητ. τ.) η πτήση, το πέταγμα («αἰθυίη δ εἰκυῑα ποτῆ ἀνεδύσετο λίμνης», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ποτ , ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας τού πέτομαι* «πετώ» + κατάλ. η]. (II) ἡ, Α μικρή ποσότητα κρασιού για δοκιμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο… … Dictionary of Greek
ποτῇ — ποτάομαι fly hither and thither pres subj mp 2nd sg (doric) ποτάομαι fly hither and thither pres ind mp 2nd sg (doric) ποτάομαι fly hither and thither pres subj mp 2nd sg (epic ionic) ποτάομαι fly hither and thither pres ind mp 2nd sg (epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πότη — πότης drinker masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πότῃ — πότης drinker masc dat sg (attic epic ionic) πρόσημαι to be seated at pres ind mid 2nd sg (epic doric) προσίημι let come to aor subj mid 2nd sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτῆς — ποτή flight fem gen sg (attic epic ionic) ποτός drunk fem gen sg (attic epic ionic) πρόσειμι 1 sum imperf ind act 3rd sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτῇσι — ποτή flight fem dat pl (epic ionic) ποτός drunk fem dat pl (epic ionic) πρόσειμι 1 sum pres subj act 3rd sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτήν — ποτή flight fem acc sg (attic epic ionic) ποτός drunk fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποθ' — ποθά̱ , ποθή longing fem nom/voc/acc dual ποθά̱ , ποθή longing fem nom/voc sg (doric aeolic) ποθαί , ποθή longing fem nom/voc pl ποθῐ , ποθι where? enclitic indeclform (adverb) ποτᾰ , ποτέ aeolic (enclitic indeclform particle) ποτε , ποτέ… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτ' — ποτᾰ , ποτέ aeolic (enclitic indeclform particle) ποτε , ποτέ enclitic indeclform (particle) ποτά̱ , ποτή flight fem nom/voc/acc dual ποτά̱ , ποτή flight fem nom/voc sg (doric aeolic) ποταί , ποτή flight fem nom/voc pl ποτά , ποτόν drunk neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτής — ήτος, και δωρ. τ. γεν. ᾱτος, ἡ, Α το να πίνει κανείς, η πόση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. πο τού ρ. πίνω (βλ. πίνω) και πρέπει να αποτελεί μεταπλασμένο για μετρικούς λόγους τύπο ενός αρχαιότερου αμάρτυρου *ποτή, διαφορετικού από το… … Dictionary of Greek