ποτάμιος

ποτάμιος

ποτάμιος, wie ποτάμειος, von od. aus dem Flusse, am Flusse gelegen; Akragas, Pind. P. 6, 6; auch Artemis, die einen Tempel am Flusse hatte, 2, 7; ὄχϑαι, Aesch. Spt. 374; oft bei Eur., δρόσος Hipp. 127, κώπη, Alc. 461, ὕδατα, νᾶμα u. ä.; auch in Prosa, ἵππος, Flußpferd, Her. 2, 71.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ποτάμιος — of masc nom sg ποτάμιος of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτάμιος — α, ο / ποτάμιος, ον, ΝΜΑ, και ποτάμείος Α [ποταμός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποταμό ή προέρχεται από αυτόν, ποταμήσιος (α. «ποτάμια ύδατα» β. «παρ ὄχθαις ποταμίαις», Αισχύλ. γ. «ποτάμια ποτά», Σοφ. δ. «ποτάμιος κύκνος», Ευρ.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ποταμίους — ποτάμιος of masc acc pl ποτάμιος of masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτάμιοι — ποτάμιος of masc nom/voc pl ποτάμιος of masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αλιάκμων — Ποτάμιος θεός, γιος του Ωκεανού και της Τηθύας ή του Παλαιστίνου, γιου του Ποσειδώνα και της Πιερίας. Όταν ο Παλαιστίνος πληροφορήθηκε τον φόνο του Α. σε κάποια μάχη, έπεσε στον ποταμό Κονασό που μετονομάστηκε Παλαιστίνος (σήμερα Στρυμόνας).… …   Dictionary of Greek

  • ποταμίαις — ποτάμιος of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποταμίαισι — ποτάμιος of fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποταμίαισιν — ποτάμιος of fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποταμίης — ποτάμιος of fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτάμιαι — ποτάμιος of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτάμι' — ποτάμια , ποτάμιον neut nom/voc/acc pl ποτάμια , ποτάμιος of neut nom/voc/acc pl ποτάμια , ποτάμιος of neut nom/voc/acc pl ποτάμιε , ποτάμιος of masc voc sg ποτάμιε , ποτάμιος of masc/fem voc sg ποτάμιαι , ποτάμιος of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”