ποτάμιος — of masc nom sg ποτάμιος of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτάμιος — α, ο / ποτάμιος, ον, ΝΜΑ, και ποτάμείος Α [ποταμός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποταμό ή προέρχεται από αυτόν, ποταμήσιος (α. «ποτάμια ύδατα» β. «παρ ὄχθαις ποταμίαις», Αισχύλ. γ. «ποτάμια ποτά», Σοφ. δ. «ποτάμιος κύκνος», Ευρ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
ποταμίους — ποτάμιος of masc acc pl ποτάμιος of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτάμιοι — ποτάμιος of masc nom/voc pl ποτάμιος of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αλιάκμων — Ποτάμιος θεός, γιος του Ωκεανού και της Τηθύας ή του Παλαιστίνου, γιου του Ποσειδώνα και της Πιερίας. Όταν ο Παλαιστίνος πληροφορήθηκε τον φόνο του Α. σε κάποια μάχη, έπεσε στον ποταμό Κονασό που μετονομάστηκε Παλαιστίνος (σήμερα Στρυμόνας).… … Dictionary of Greek
ποταμίαις — ποτάμιος of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποταμίαισι — ποτάμιος of fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποταμίαισιν — ποτάμιος of fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποταμίης — ποτάμιος of fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτάμιαι — ποτάμιος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτάμι' — ποτάμια , ποτάμιον neut nom/voc/acc pl ποτάμια , ποτάμιος of neut nom/voc/acc pl ποτάμια , ποτάμιος of neut nom/voc/acc pl ποτάμιε , ποτάμιος of masc voc sg ποτάμιε , ποτάμιος of masc/fem voc sg ποτάμιαι , ποτάμιος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)