- ποτηνός
ποτηνός, dor. ποτανός, fliegend, geflügelt, αἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῖς, unter den Vögeln, Pin, d. N. 3, 80; ποτανᾷ μαχανᾷ, 7, 22, u. öfter; διώκει ποτανὸν ὄρνιν, Aesch. Ag. 383.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποτηνός, dor. ποτανός, fliegend, geflügelt, αἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῖς, unter den Vögeln, Pin, d. N. 3, 80; ποτανᾷ μαχανᾷ, 7, 22, u. öfter; διώκει ποτανὸν ὄρνιν, Aesch. Ag. 383.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποτηνός — winged masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτηνός — ή, όν, Α βλ. ποτανός … Dictionary of Greek
ποτηνόν — ποτηνός winged masc acc sg ποτηνός winged neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτηνοῦ — ποτηνός winged masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτηνή — ποτηνός winged fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτανός — ά, όν, και ποτηνός, ή, όν, Α 1. αυτός που πετάει, ο φτερωτός (α. «ποτανοὶ οἰωνοί», Ευρ. β. «ποτανὰ πέδιλα», Ευρ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ποτανά τα πτηνά («αἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῑς», Πίνδ.) 3. φρ. α) «ποτανὸς ἐν Μοίσαισι» αυτός που επιχειρεί … Dictionary of Greek