- ποτηρο-πλύτης
ποτηρο-πλύτης, ὁ, der Becherwäscher, Schol. Luc. Lex. 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποτηρο-πλύτης, ὁ, der Becherwäscher, Schol. Luc. Lex. 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωθωνοπλύτης — κωθωνοπλύτης, ὁ (Α) αυτός που έπλενε και καθάριζε κωβιούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώθων + πλύτης (< πλύνω), πρβλ. εριο πλύτης, ποτηρο πλύτης] … Dictionary of Greek