- ποταμο-φόρητος
ποταμο-φόρητος, vom Flusse getragen, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποταμο-φόρητος, vom Flusse getragen, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηρεσσιφόρητος — κηρεσσιφόρητος, ον (Α) αυτός που φέρνουν οι Κήρες* («ἐξελάαν ἐνθένδε κύνας κηρεσσιφορήτους», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κήρεσσι, επικ. δοτ. πληθ. τού κήρ (I) + φόρητος (< φορῶ), πρβλ. ναυσι φόρητος, ποταμο φόρητος] … Dictionary of Greek
υγροφόρητος — ον, ΜΑ αυτός που μεταφέρεται ή παρασύρεται από το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + φορητός (< φορῶ), πρβλ. μοιρο φόρητος, ποταμο φόρητος] … Dictionary of Greek
υδατοφόρητος — ον, Μ αυτός που παρασύρεται και μεταφέρεται από το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + φορητός (< φορῶ), πρβλ. μοιρο φόρητος, ποταμο φόρητος] … Dictionary of Greek