ποτνιάδες

ποτνιάδες

ποτνιάδες, die Rufenden, Beiwort der Bacchantinnen, Eur. Bacch. 663, vgl. Phoen. 1131; auch von den Eumeniden, ποτνιάδες ϑεαί, Or. 318, die ehrwürdigen, wie πότνιαι.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ποτνιάδες — Ποτνιάς of Potniae fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Потниады — (Ποτνιάδες или Πότνιαι) эпитет эриний, под которым они почитались на мысе Микале и упоминаются у поэтов …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ποτνιεύς — έως, ὁ, θηλ. ποτνιάς, άδος, Α 1. ο κάτοικος τών Ποτνιών 2. αυτός που κατάγεται από την πόλη Πότνιαι 2. (το θηλ. στον πληθ.) αἱ ποτνιάδες προσωνυμία τών Ευμενίδων («Βάκχαι ποτνιάδες», Ευρ.) 3. φρ. α) «Ποτνιεύς Γλαῡκος» τίτλος έργου τού Αισχύλου β) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”