- ποταινί
ποταινί, adv., so eben, Zon., zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποταινί, adv., so eben, Zon., zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποταινί — recently indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποταινί — και προταινί και βοιωτ. τ. προτηνί επίρρ. Α πρόσφατα, προ ολίγου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προ ται νί (ἡμέραι) έχει σχηματιστεί από την πρόθεση πρό, το θηλ. άρθρο ταί (επικός και ιων. τ. τού αἱ) και το μόριο νι (βλ. λ. νε), ενώ οι τ. ποταινί / ποταίνιος… … Dictionary of Greek
ποταίνι' — ποταίνια , ποταίνιος fresh neut nom/voc/acc pl ποταίνια , ποταίνιος fresh neut nom/voc/acc pl ποταίνιε , ποταίνιος fresh masc voc sg ποταίνιε , ποταίνιος fresh masc/fem voc sg ποταίνιαι , ποταίνιος fresh fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποταίνιος — ία, ον, θηλ. και ος, και τ. ουδ. προταίνιον, Α 1. πρόσφατος, νέος 2. αυτός που συνέβη πρόσφατα 3. απροσδόκητος, αιφνίδιος 4. (το ουδ.) προταίνιον (με επίρρμ. σημ.) (κατά τον Ησύχ.) α) «πρὸ μικροῦ» β) «παλαιόν». [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ποταινί] … Dictionary of Greek
προταινί — Α επίρρ. βλ. ποταινί … Dictionary of Greek