- ποτνιασμός
ποτνιασμός, ὁ, = ποτνίασις, Anrufen der Götter, Strab. 7, 3, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποτνιασμός, ὁ, = ποτνίασις, Anrufen der Götter, Strab. 7, 3, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποτνιασμός — ὁ, Α [ποτνιῶμαι] η ποτνίασις* … Dictionary of Greek
ποτνιασμούς — ποτνιασμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)