- ποτι-στάζω
ποτι-στάζω, dor. statt προςστάζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποτι-στάζω, dor. statt προςστάζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποτιστάζω — Α (δωρ. τ.) προσστάζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + στάζω] … Dictionary of Greek