- ποταπός
ποταπός, adv. ποταπῶς, s. ποδαπός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποταπός, adv. ποταπῶς, s. ποδαπός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποταπός — ή, ό, Ν τιποτένιος, χωρίς καμιά αξία, ευτελής (α. «ποταπός άνθρωπος» β. «ποταπή ενέργεια» γ. «σκληρά, δειλά αναθρέμματα τής ποταπής Ασίας», Κάλβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ποδαπός «από ποιον τόπο», το οποίο χρησιμοποιήθηκε με σημ. «ποίος, πόσος» και… … Dictionary of Greek
ποταπός — ή, ό τιποτένιος, πρόστυχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποδαπός — και ποταπός, ή, όν, Α (ερωτ. αντων.) 1. από ποια χώρα, από ποιο μέρος, από πού (α. «Ὑδάρνης... εἴρετο Ἐπιάλτην ποδαπὸς εἴη ὁ στρατός», Ηρόδ. β. «πόθεν ἐπλεύσατ , ὦ ξένοι; ποδαποί; τίς ὑμᾱς ἐξεπαίδευσε πόλις;», Πλάτ.) 2. ποιας ποιότητας, τί είδους … Dictionary of Greek
каков — м., какова ж., каково ср. р., каковой, ст. слав. каковъ ποταπός, болг. какъв, каква, какво, сербохорв. ка̀кав, ка̀ква, ка̀кво. Ср. греч. πηλίκος, лат. quālis. Расширение kakъ (см. сл.); ср. Бернекер 1, 673; Младенов 227 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
αγοραίος — αία, αίο (Α ἀγοραῑος, αῑον και ος, α, ον) [ἀγορά] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αγορά 2. κοινός, πρόστυχος, χυδαίος νεοελλ. (για αυτοκίνητα) το ουδ. ως ουσ. το αγοραίο αυτό που μισθώνεται για τη μεταφορά ανθρώπων ή εμπορευμάτων με… … Dictionary of Greek
αλόγιστος — η, ο (Α ἀλόγιστος, ον) αυτός που δεν συλλογίζεται, ασυλλόγιστος, απερίσκεπτος, αστόχαστος αρχ. 1. αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί, αόριστος, ακαθόριστος 2. αυτός που δεν αξίζει να ληφθεί υπ’ όψιν, φαύλος, ποταπός, τιποτένιος 3. το ουδ. ως ουσ … Dictionary of Greek
ανδράριον — ἀνδράριον, το (Α) [(υποκορ. του) ανήρ] (χλευαστικά) άνθρωπος ποταπός, ελεεινός, ανθρωπάριο … Dictionary of Greek
ανδρίον — ἀνδρίον, το (Α) αντράκι, ανθρωπάριο, ποταπός άνθρωπος … Dictionary of Greek
ανδραποδιστής — ἀνδραποδιστής, ο (Α) 1. αυτός που πουλά ελεύθερο άνθρωπο ως δούλο, δουλέμπορος 2. «ἀνδραποδιστὴς ἑαυτοῡ» αυτός που για τα χρήματα θυσιάζει την ανεξαρτησία του, φαύλος, ποταπός … Dictionary of Greek
ανελεύθερος — η, ο (Α ἀνελεύθερος, ον) ανάρμοστος σε ελεύθερο άνθρωπο, δουλικός αρχ. 1. χαμερπής, φαύλος, ποταπός 2. φειδωλός, φιλάργυρος 3. αγροίκος, άξεστος 4. δόλιος, πανούργος … Dictionary of Greek
αρουραίος — Θηλαστικό της τάξης των τρωκτικών που μοιάζει με τους ποντικούς. Οι α. έχουν κυλινδρικό σώμα, κοντό και χοντρό ρύγχος, μικρά αφτιά και κοντή ουρά, σκεπασμένη με μικρές και αραιές τρίχες. Οι α. γεννούν 6 8 φορές τον χρόνο από 4 6 άτομα. Το όνομα α … Dictionary of Greek