- ποσί-δεσμος
ποσί-δεσμος, die Füße bindend, Plat. Crat. 402 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποσί-δεσμος, die Füße bindend, Plat. Crat. 402 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποσίδεσμος — ὁ, Α ο ποδόδεσμος, δεσμά για τα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ποσί τού πούς + δεσμός] … Dictionary of Greek