- πορθήτωρ
πορθήτωρ, ορος, ὁ, poet. = πορϑητής; Ἰλίου, Aesch. Ag. 881; δωμάτων, Ch. 968.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορθήτωρ, ορος, ὁ, poet. = πορϑητής; Ἰλίου, Aesch. Ag. 881; δωμάτων, Ch. 968.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορθήτωρ — ορος, ὁ, Α πορθητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορθῶ + επίθημα τωρ (πρβλ. νική τωρ, ποθή τωρ)] … Dictionary of Greek
πορθήτορα — πορθήτωρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθήτορας — πορθήτωρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)