πορθμεῖον — place for crossing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθμεῖα — πορθμεῖον place for crossing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Charon's obol — Charon and Psyche (1883), a pre Raphaelite interpretation of the myth by John Roddam Spencer Stanhope Charon s obol is an allusive term for the coin placed in or on the mouth[1] of a dead person before burial. According to … Wikipedia
VECTOR — apud Treb. Pollionem, in Gallienis, c. 12. Quum taurum ingentem in arenam misisset, exîssetque ad eum feriendum vector, neque perductum decies potuisset occidere etc. venator est, sic dictus ex Graeco δ᾿έκτης, quod opuds sit viribus maximis ad… … Hofmann J. Lexicon universale
πορθμείο — το / πορθμεῑον, ιων. τ. πορθμήϊον, ΝΑ [πορθμός] 1. τόπος διαπόρθμευσης, δηλ. το σημείο απ όπου περνά κάποιος από ακτή σε ακτή ή από όχθη σε όχθη, πέραμα 2. σκάφος με το οποίο περνά κάποιος στην απέναντι όχθη ή ακτή («καὶ πορθμεῑα ἀνθρώπων μεστά,… … Dictionary of Greek
υπέργομος — ον, ΜΑ παραφορτωμένος, φορτωμένος περισσότερο από το κανονικό (α. «ἂν μή τις ὑπέργομον ποιήσῃ τὸ πορθμεῑον», Στράβ. β. «μόδιος ὑπέργομος», Επιφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + γόμος «φορτίο» (< γέμω), πρβλ. κατά γομος] … Dictionary of Greek
πορθμείοις — πορθμεί̱οις , πορθμεῖον place for crossing neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθμείου — πορθμεί̱ου , πορθμεῖον place for crossing neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθμείων — πορθμεί̱ων , πορθμεῖον place for crossing neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθμείῳ — πορθμεί̱ῳ , πορθμεῖον place for crossing neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθμηίοισι — πορθμηΐοισι , πορθμεῖον place for crossing neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)