- πορθμικός
πορθμικός, f. L. statt πορϑμευτικός, Arist. pol. 4, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορθμικός, f. L. statt πορϑμευτικός, Arist. pol. 4, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορθμικός — ή, όν, Α [πορθμός] 1. ο σχετικός με τον πορθμέα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πορθμικόν οι πορθμείς … Dictionary of Greek
πορθμικῶν — πορθμικός of fem gen pl πορθμικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθμικόν — πορθμικός of masc acc sg πορθμικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)