- πορθμεύς
πορθμεύς, ὁ, der die Reisenden über ein Wasser Fahrende, der Fährmann; Od. 20, 187; νεκύων, Eur. Alc. 254; Ar. Eccl. 1086; Her. 1, 24; übh. der Schiffer, Seefahrer, Theocr. 1, 57 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορθμεύς, ὁ, der die Reisenden über ein Wasser Fahrende, der Fährmann; Od. 20, 187; νεκύων, Eur. Alc. 254; Ar. Eccl. 1086; Her. 1, 24; übh. der Schiffer, Seefahrer, Theocr. 1, 57 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορθμεύς — ferryman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθμεύς — έως, ΜΑ, ιων. γεν. ῆος, ὁ Α βλ. πορθμέας … Dictionary of Greek
πορθμεῖς — πορθμεύς ferryman masc acc pl πορθμεύς ferryman masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθμῆς — πορθμεύς ferryman masc nom pl πορθμεύς ferryman masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθμέων — πορθμεύς ferryman masc gen pl πορθμέω̆ν , πορθμεύς ferryman masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθμεῖ — πορθμεύς ferryman masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθμεῦ — πορθμεύς ferryman masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθμεῦσι — πορθμεύς ferryman masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθμεῦσιν — πορθμεύς ferryman masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθμοῖν — πορθμεύς ferryman masc gen/dat dual (attic epic doric) πορθμός ferry masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθμῆα — πορθμεύς ferryman masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)