- πορδή
πορδή, ἡ, Furz, Ar. Nubb. 393.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορδή, ἡ, Furz, Ar. Nubb. 393.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορδή — η, ΝΑ εκφύσημα, συνήθως ηχηρό, που προέρχεται από ζύμωση τών παραγόμενων στα έντερα αερίων και εξέρχεται από το απευθυσμένο νεοελλ. 1. μειωτικός χαρακτηρισμός ατόμου 2. παροιμ. α) «με πορδές αβγά δεν βάφονται» μόνο με σοβαρές προσπάθειες… … Dictionary of Greek
πορδή — η και πόρδος, ο ηχηρή αποβολή αέρα από τον πισινό: Με τις πορδές δε βάφονται αβγά (παροιμ., χωρίς σοβαρή προσπάθεια τίποτε δε γίνεται) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
STREPITUS Obscoenus — apud Petronium, Graece πορδὴ et ἀποπορδὴ, Alex. Aphrodis. l. 1. Problem. 164. inter Aegyptiorum olim σεβάσματα. Minucius Fel. de iis, Non Serapidem magis, quam Strepitus per pudenda corporis expressos contremiscunt. Ubi liceat usurpare, quod… … Hofmann J. Lexicon universale
πέρδομαι — ΝΑ αφήνω πορδή, κλάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πέρδομαι ανάγεται σε εκφραστική ΙΕ ρίζα *perd «κλάνω» και συνδέεται με: αρχ. ινδ. pardate, αρχ. άνω γερμ. ferzan, ρωσ. perdetĭ, λιθουαν. perdžu (πρβλ. ΙΕ ρίζα *pezd τών βδέω, βδελυρός). Στην ετεροιωμένη… … Dictionary of Greek
παρδή — ἡ, Α η πορδή. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού πορδή, σχηματισμένος από θ. παρδ τού πέρδομαι (πρβλ. αόρ. απ έ παρδ ον)] … Dictionary of Greek
πόρδος — ο, Ν η πορδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορδή με αλλαγή γένους κατά το κρότος] … Dictionary of Greek
Tsakonian language — language name=Tsakonian nativename=Τσακωνικά Tsakōniká familycolor=Indo European states=Greece region=Eastern Peloponnese around Mount Parnon speakers=300 2,000 fluent fam2=Greek fam3=Doric iso2=ine|iso3=tsdTsakonian, Tzakonian or Tsakonic (Greek … Wikipedia
Татарник — Татарник … Википедия
έριθος — ἔριθος, ὁ, ἡ (Α) 1. (ιδιαίτερα για θεριστές) εργάτης με ημερομίσθιο 2. μτγν. αἱ ἔριθοι εργάτριες που γνέθουν και υφαίνουν το μαλλί, κλώστριες, υφάντριες («ἐρίων ἔριθοι») 3. (και για αράχνες) φρ. «πάντα δ’ ἐρίθων ἀραχνᾱν βρίθει» (Σοφ.) 4. μτφ.… … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
αποπάρδημα — ἀποπάρδημα, το (Μ) [αποπέρδομαι] πορδή … Dictionary of Greek