- πορνεύτρια
πορνεύτρια, ἡ, = πόρνη, Ar. frg. bei Poll. 7, 201.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορνεύτρια, ἡ, = πόρνη, Ar. frg. bei Poll. 7, 201.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορνεύτρια — ἡ, Α πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορνεύω + κατάλ. τρια (πρβλ. χορεύ τρια)] … Dictionary of Greek
πορνεύτριαν — πορνεύτρια fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)