- πορεύς
πορεύς, ὁ, = πορϑμεύς, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορεύς, ὁ, = πορϑμεύς, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορεύς — έως, ὁ, Α πορθμέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόρος «πέρασμα» + επίθημα εύς (πρβλ. λογ εύς)] … Dictionary of Greek
πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… … Dictionary of Greek