πορευτός — gone over masc nom sg πορευτός gone over masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορευτός — όν, θηλ. και ή, Α [πορεύω] 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να διαβεί («ἧς μὲν γὰρ ὁ μεταξὺ τόπος ἐστὶ πορευτός», Πολ.) 2. κατάλληλος για πορεία («οἴονται... πάντα καιρὸν εἶναι πλωτὸν καὶ πορευτόν», Πολ.) 3. αυτός που μεταβαίνει από τον έναν τόπο … Dictionary of Greek
πορευτά — πορευτός gone over neut nom/voc/acc pl πορευτά̱ , πορευτός gone over fem nom/voc/acc dual πορευτά̱ , πορευτός gone over fem nom/voc sg (doric aeolic) πορευτός gone over neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορευτόν — πορευτός gone over masc acc sg πορευτός gone over neut nom/voc/acc sg πορευτός gone over masc/fem acc sg πορευτός gone over neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορευτῶν — πορευτός gone over fem gen pl πορευτός gone over masc/neut gen pl πορευτός gone over masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορευτοῦ — πορευτός gone over masc/neut gen sg πορευτός gone over masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορευταί — πορευτός gone over fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορευτῆς — πορευτός gone over fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορευτή — πορευτός gone over fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορευτήν — πορευτός gone over fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπόρευτος — ὁ, ΜΑ αυτός από τον οποίο περνούν πολλοί, πολυσύχναστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πορευτός (< πορεύω), πρβλ. μακρο πόρευτος] … Dictionary of Greek