ποριστός

ποριστός

ποριστός, verschafft, erworben, zu verschaffen, zu erwerben.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ποριστός — ή, όν, Α [πορίζω] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να εξοικονομήσει …   Dictionary of Greek

  • πολυπόριστος — ον, Μ αυτός που μπορεί να οδηγήσει σε πολλά πορίσματα, σε πολλά συμπεράσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πόριστος (< πορίζω), πρβλ. ευ πόριστος] …   Dictionary of Greek

  • ευπόριστος — η, ο (ΑΜ εὐπόριστος, ον) αυτός τον οποίο εύκολα πορίζεται, που εύκολα αποκτά κάποιος αρχ. 1. εφικτός, κατορθωτός 2. αυτός που προμηθεύει εύκολα, αυτός που παρέχει τα μέσα τής ζωής 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὐπόριστα α) συνήθης και πρόχειρη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”