- πορφύριον
πορφύριον, τό, dim. von πορφύρα; – 1) kleine Purpurschnecke; Arist. H. A. 5, 15; Theophr. – Auch 2) Purpurfärberei, Strab. XVI, v. l. πορφύρειον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορφύριον, τό, dim. von πορφύρα; – 1) kleine Purpurschnecke; Arist. H. A. 5, 15; Theophr. – Auch 2) Purpurfärberei, Strab. XVI, v. l. πορφύρειον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορφύριον — purple dyed stuff neut nom/voc/acc sg πορφυρέω imperf ind act 3rd pl (doric) πορφυρέω imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφύριον — τὸ, Α [πορφύρα] μικρή πορφύρα, μικρό κοχύλι … Dictionary of Greek
Πορφύριον — Πορφύριος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφυρίου — πορφύριον purple dyed stuff neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφυρίων — πορφύριον purple dyed stuff neut gen pl πορφῠρίων , πορφύρω heaves fut part act masc nom sg (doric) πορφυρέω pres part act masc nom sg (doric) πορφυρίων purple coot masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφυρίῳ — πορφύριον purple dyed stuff neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφύρια — πορφύριον purple dyed stuff neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύς — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ., 577 κάτ.) της Καλύμνου. Βρίσκεται στα ανατολικά παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλυμνίων του νομού Δωδεκανήσου. * * * βαθιά, βαθύ (AM βαθύς, εῑα, ύ). Ι. 1. αυτός που έχει βάθος ή βρίσκεται σε… … Dictionary of Greek
πορφύρα — I Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος. Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες… … Dictionary of Greek
φαρφουρί — το, Ν 1. λεπτή κατεργασμένη πορσελάνη 2. συνεκδ. δοχείο, σκεύος από λεπτή πορσελάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. firfiri πιθ. < πορφύριον < πορφύρα, λόγω τού ότι αρχικά θεωρούσαν ότι τα αγγεία αυτά ήταν κατασκευασμένα από σπασμένα κοχύλια] … Dictionary of Greek
Αργυρόπουλος — I Επώνυμο οικογένειας Βυζαντινών λογίων. 1. Ιωάννης (περ. 1415 – 1487). Λόγιος και σοφός της Αναγέννησης. Σπούδασε φιλοσοφία και θεολογία, παραβρέθηκε στη σύνοδο της Φεράρα και Φλωρεντίας (1438) ως απλός διάκονος και ασχολήθηκε με την εκμάθηση… … Dictionary of Greek