- πορφυραῖος
πορφυραῖος, seltnere Form statt πορφύρειος. S. Lob. Phryn. 147.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορφυραῖος, seltnere Form statt πορφύρειος. S. Lob. Phryn. 147.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορφυραίος — αία, ον, Α πορφύρειος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + κατάλ. αῖος (πρβλ. δαφν αῖος)] … Dictionary of Greek
πορφύρα — I Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος. Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες… … Dictionary of Greek