- πορφυρ-άνθεμος
πορφυρ-άνθεμος, = Folgdm, Plut. de fluv. 7, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορφυρ-άνθεμος, = Folgdm, Plut. de fluv. 7, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευάνθεμος — εὐάνθεμος, ον (Α) 1. αυτός που είναι γεμάτος άνθη, ο ανθηρός 2. το ουδ. ως ουσ. τό ευάνθεμον φυτό που μοιάζει με το χαμομήλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άνθεμος (< άνθεμον «άνθος») πρβλ. πορφυρ άνθεμος, φιλ άνθεμος] … Dictionary of Greek
φοινικάνθεμος — ον, Α αυτός που έχει άνθη πορφυρού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «το πορφυρό χρώμα» + άνθεμος (< ἄνθεμον), πρβλ. πορφυρ άνθεμος, χρυσ άνθεμος] … Dictionary of Greek