- πορφυρο-βάφος
πορφυρο-βάφος, ὁ, Purpurfärber; Ath. XIII, 604 b; Poll. 7, 169.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορφυρο-βάφος, ὁ, Purpurfärber; Ath. XIII, 604 b; Poll. 7, 169.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πτιλοβάφος — ὁ, ἡ, Α αυτός που βάφει πτίλα, πούπουλα πουλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτίλον «πούπουλο» + βάφος (< βαφή < βάπτω), πρβλ. πορφυρο βάφος] … Dictionary of Greek
σιδηρόβαφος — ον, Μ αυτός που έχει το χρώμα τού σιδήρου, σιδηρόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + βαφος (< βαφή < βάπτω), πρβλ. πορφυρό βαφος] … Dictionary of Greek