- πορφυρό-πεζα
πορφυρό-πεζα, ἡ, purpurfüßig, Tryphiod. 66.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορφυρό-πεζα, ἡ, purpurfüßig, Tryphiod. 66.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φοινικόπεζα — ἡ, Α (ως προσωνυμία τής θεάς Δήμητρος) αυτή που έχει πόδια πορφυρού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + πεζα (< πέζα «πόδι»), πρβλ. ἀργυρό πεζα, κυανό πεζα] … Dictionary of Greek