- ποπίζω
ποπίζω, hop hop schreien, von der Stimme des Wiedehopfs, Poll. 5, 13. Vgl. ποππύζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποπίζω, hop hop schreien, von der Stimme des Wiedehopfs, Poll. 5, 13. Vgl. ποππύζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποπίζω — Α κραυγάζω πόποπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόποπο* ή ποποποί, ονοματοποιημένη λ. που αναφέρεται στη φωνή τού πτηνού ἔποπος «τσαλαπετεινός»] … Dictionary of Greek