- ποποπό
ποποπό, Ruf des Wiedehopfes, Ar. Av. 230.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποποπό, Ruf des Wiedehopfes, Ar. Av. 230.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πόποπο — Α ονοματοποιημένη λέξη για την κραυγή τού τσαλαπετεινού … Dictionary of Greek
ποπίζω — Α κραυγάζω πόποπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόποπο* ή ποποποί, ονοματοποιημένη λ. που αναφέρεται στη φωνή τού πτηνού ἔποπος «τσαλαπετεινός»] … Dictionary of Greek
έποψ — ο (AM ἔποψ, Μ και ἔποπος) το γνωστότερο στην Ελλάδα είδος τών εποπιδών, ο τσαλαπετεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ονοματοποιία από την κραυγή τού πουλιού εποποί, ποποπό, όπως αυτή μαρτυρείται στους κωμικούς. Αναλογικός σχηματισμός προς τα μέρ οψ… … Dictionary of Greek
πούπος — ὁ, Α άλλη κοινή ονομασία τού τσαλαπετεινού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. από την κραυγή τού τσαλαπετεινού εποποί, ποποπό, όπως αυτή μαρτυρείται στους κωμικούς (πρβλ. έποψ)] … Dictionary of Greek
epop, opop — epop, opop English meaning: a kind of exclamation Deutsche Übersetzung: Ruf of Wiedehopfs Material: Arm. popop, Pers. pūpū “hoopoe”; Gk. ἐποποῖ ποποπό ‘shout, call of hoopoe”, ἔποψ, οπος “hoopoe”, ἔπωπα ἀλεκτρυόνα ἄγριονHes. ( ωπ… … Proto-Indo-European etymological dictionary