- παν-ώνυμος
παν-ώνυμος, von allen Namen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-ώνυμος, von allen Namen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανώνυμο — ον, Α (για τον θεό) αυτός που έχει όλα τα ονόματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα*), πρβλ. παντ ώνυμος] … Dictionary of Greek