- παίδωσις
παίδωσις, ἡ, das Kindererzeugen, Ios., zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παίδωσις, ἡ, das Kindererzeugen, Ios., zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παίδωσις — παίδωσις, ἡ (Α) υιοθέτηση, υιοθεσία … Dictionary of Greek
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek
παιδώσεως — παιδώσεω̆ς , παίδωσις adoption fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)