παίκτειρα

παίκτειρα

παίκτειρα, , Spielerinn, Tänzerinn, Orph. H. 2, 9.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παίκτης — και παίχτης, ο, θηλ. παίκτρια και παίχτρια (Α παίκτης, θηλ. παίκτειρα) [παίζω] πρόσωπο που μετέχει σε παιχνίδι νεοελλ. 1. αθλητής σε ομαδικό άθλημα 2. αυτός που παίζει με εμπειρία και πάθος τυχερά ή άλλα παιχνίδια αρχ. χορευτής ή παίκτης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”