- πνίξ
πνίξ, ιγός, ἡ, das Ersticken, Würgen, wenn Einem die Luft ausgeht, Hippocr.; auch = πνιγαλίων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πνίξ, ιγός, ἡ, das Ersticken, Würgen, wenn Einem die Luft ausgeht, Hippocr.; auch = πνιγαλίων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πνίξ — choking fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνίξ — ιγός, ἡ, Α [πνίγω] 1. πνιγμός 2. ιατρ. αρρώστια, ὁμοια με την κυνάγχη, στην οποία, κατά τη διάρκεια πυρετού, επισυμβαίνει αιφνίδια σύσφιγξη τού λαιμού και ο ασθενής πεθαίνει από ασφυξία … Dictionary of Greek
πνικῶν — πνίξ choking fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνιξί — πνίξ choking fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνιξίν — πνίξ choking fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνίγω — ΝΜΑ 1. θανατώνω εμποδίζοντας την αναπνοή, με βύθιση στο νερό ή στραγγαλισμό ή εισπνοή δηλητηριωδών αερίων 2. (σχετικά με άγρια βότανα ή θάμνους) περιτυλίγομαι γύρω από ένα φυτό σφίγγοντάς το, με αποτέλεσμα να μαραθεί (α. «τα αγριάγκαθα έπνιξαν… … Dictionary of Greek
πνίξιμο — το, Ν 1. πνιγμός 2. φρ. «είναι για πνίξιμο» και «θέλει πνίξιμο» μτφ. λέγεται για κάποιον που πρέπει να τιμωρηθεί σκληρά, με βασανιστήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού αόρ. έ πνιξ α τού πνίγω + κατάλ. ιμο (πρβλ. πρήξ ιμο)] … Dictionary of Greek