- παλί-βλαστος
παλί-βλαστος, = παλίμβλαστος, Theophr., zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλί-βλαστος, = παλίμβλαστος, Theophr., zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκυτάλη — Είδος μικρού ραβδιού, που τη χρησιμοποιούσαν ιδιαίτερα στην αρχαία Σπάρτη οι έφοροι για την αποστολή των μυστικών μηνυμάτων τους στο εξωτερικό, σε στρατηγούς, βασιλιάδες και άλλους επίσημους. Τύλιγαν μια στενή άσπρη δερμάτινη ταινία γύρω από ένα… … Dictionary of Greek
αγαύη — (agave).Γένος ποωδών, πολυετών κυρίως φυτών της οικογένειας των αμαρυλλιδών. Είναι ιθαγενή των άγονων περιοχών του Μεξικού, των ΗΠΑ και των Αντιλλών. Πολλά από τα είδη του γένους έχουν εγκλιματιστεί σε πολλές χώρες της Ευρώπης, της Ασίας και της… … Dictionary of Greek
Μελισσηνός — Επώνυμο οικογένειας στρατιωτικών της βυζαντινής περιόδου. 1. Μιχαήλ (8ος αι.). Βυζαντινός στρατηγός. Ήταν γιος του άρχοντα της Κωνσταντινούπολης Μ. και οπαδός των μεταρρυθμίσεων. Το 766 ανέλαβε τη διοίκηση του θέματος των Ανατολικών και κατεδίωξε … Dictionary of Greek