- παλίν-δικος
παλίν-δικος, einen Rechtshandel von Neuem anfangend, Crates com. bei Poll. 8, 26, vgl. 6, 164.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλίν-δικος, einen Rechtshandel von Neuem anfangend, Crates com. bei Poll. 8, 26, vgl. 6, 164.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλίνδικος — παλίνδικος, ον (Α) 1. αυτός που δικάζεται πάλι 2. αυτός που ενεργεί παρά τον νόμο, παράνομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + δικος (< δίκη)] … Dictionary of Greek
δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… … Dictionary of Greek
τοπικός — ή, ό / τοπικός, ή, όν, ΝΜΑ [τόπος] 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε έναν συγκεκριμένο τόπο ή που προέρχεται από αυτόν (α. «τοπικά ζητήματα» β. «τοπικὴ δυναστεία», πάπ. γ. «τοπικαὶ φυλαί», Διον. Αλ.) 2. αυτός που εντοπίζεται ή αναφέρεται σε ένα … Dictionary of Greek