- παλί-γλωσσος
παλί-γλωσσος, = παλίγγλωσσος, Hesych., der βλάσφημος erkl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλί-γλωσσος, = παλίγγλωσσος, Hesych., der βλάσφημος erkl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… … Dictionary of Greek
παλίγγλωσσος — και πολίγλωσσος, ον (Α) 1. αντιφατικός, ψευδής 2. αυτός που κάμπτεται, που λυγίζει («ἔρις οὐ παλίγγλωσσος», Πίνδ.) 3. αυτός που μιλά παράξενη ή ξένη γλώσσα 4. δύσφημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν) + γλωσσος (< γλῶσσα)] … Dictionary of Greek