- παλί-ζωος
παλί-ζωος, = παλίνζωος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλί-ζωος, = παλίνζωος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλίνζωος — και παλίζωος, ον (Α) αυτός που ζει εκ νέου, αυτός που αναβιώνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν) + ζωος (< ζωή)] … Dictionary of Greek