- παλίν-τοκος
παλίν-τοκος, den Eltern entgegen, unähnlich, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλίν-τοκος, den Eltern entgegen, unähnlich, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλίντοκος — παλίντοκος, ον (Μ) ο ανόμοιος προς τους γονείς του («θαυμάζω τὸ παλίντοκον τοῡ τῶν ἀνθρώπων γένους, καὶ πῶς οὐκ ἐξεικάζονται οἱ παῑδες τοῑς πατράσι», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + τόκος (< τίκτω)] … Dictionary of Greek
σύνθετος — η, ο / σύνθετος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύνθετος, ον και τ. θηλ. συνθετὴ ή συνθέτη Α [συντίθημι] 1. αυτός που έχει συγκροτηθεί από πολλά επιμέρους τμήματα ή στοιχεία αρμονικά ενωμένα, ο πολυμερής (α. «σύνθετη λέξη» λέξη που απαρτίζεται από δύο ή… … Dictionary of Greek
παλιντοκία — παλιντοκία, ἡ (Α) 1. το να λαμβάνει κάποιος εκ νέου τον τόκο ο οποίος έχει ήδη καταβληθεί 2. η παλιγγενεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + τοκία (< τόκος < τίκτω), πρβλ. ευ τοκία] … Dictionary of Greek