- παλί-στρεπτος
παλί-στρεπτος,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλί-στρεπτος,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλίνστρεπτος — και παλίστρεπτος, ον (Α) στραμμένος προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν) + στρεπτός (< στρέφω), πρβλ. εύ στρεπτος] … Dictionary of Greek
στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… … Dictionary of Greek