- παλάσιον
παλάσιον, τό, = παλάϑιον, Ar. Pax 574 u. Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλάσιον, τό, = παλάϑιον, Ar. Pax 574 u. Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλάσιον — παλάσιον, τὸ (Α) βλ. παλάθιον … Dictionary of Greek
παλασίοις — παλάσιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλασίων — παλάσιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλάσια — παλάσιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλάθιον — και παλάσιον, τὸ (Α) [παλάθη] υποκορ. τού παλάθη … Dictionary of Greek