παλλακός — παλλακός, ὁ (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «ἐρώμενος» 2. (κατά τον Φώτ.) «παλλακόν τὸν παλλακευόμενον». [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλλαξ, ακος, κατά τα αρσενικά σε ός] … Dictionary of Greek
πάλλακος — πάλλαξ youth masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)