παθητικός

παθητικός

παθητικός, leidend, der Empfindung fähig, empfindlich; ψυχή, Tim. Locr. 102 e; Arist. categ. 6; τινός, eth. 2, 5 u. öfter, u. Folgde. – Dah. gefühlvoll, mit leidenschaftlichem Ausdrucke, pathetisch, Arist. rhet. 3, 7; παϑητικῶς λέγειν, ib. u. sp. Rhett.;παϑητικὸν ῥῆμα, bei den Gramm. verbum passivum; u. so auch παϑητικῶς λέγειν, im pass.; auch vom med., E. M. 353, 46.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παθητικός — capable of emotion masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθητικός — ή, ό (ΑΜ παθητικός, ή, όν) [παθητός] 1. αυτός που υφίσταται αδιαμαρτύρητα τα αποτελέσματα τών ενεργειών κάποιου άλλου («παθητική στάση») 2. ο γεμάτος πάθος, συγκίνηση ή αυτός που προκαλεί συγκίνηση («παθητική μελωδία») 3. γραμμ. αυτός που δηλώνει …   Dictionary of Greek

  • παθητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που δέχεται τις επιδράσεις άλλων χωρίς να μπορεί ή να θέλει να αντιδράσει: Δεν είναι σωστή η εκπαίδευση, όταν οι μαθητές δέχονται τη διδασκαλία παθητικά. 2. ο γεμάτος πάθος και συναίσθημα: Παθητικό τραγούδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Νούς παθητικός —         (nus pathetikos) (греч.) ум, претерпевающий, пассивный. У Аристотеля ум, возникающий u погибающий вместе с телом. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М.… …   Философская энциклопедия

  • παθητικά — παθητικός capable of emotion neut nom/voc/acc pl παθητικά̱ , παθητικός capable of emotion fem nom/voc/acc dual παθητικά̱ , παθητικός capable of emotion fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθητικώτερον — παθητικός capable of emotion adverbial comp παθητικός capable of emotion masc acc comp sg παθητικός capable of emotion neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθητικωτέραις — παθητικός capable of emotion fem dat comp pl παθητικωτέρᾱͅς , παθητικός capable of emotion fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθητικωτέρων — παθητικός capable of emotion fem gen comp pl παθητικός capable of emotion masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθητικῶν — παθητικός capable of emotion fem gen pl παθητικός capable of emotion masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθητικόν — παθητικός capable of emotion masc acc sg παθητικός capable of emotion neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθητικώτατα — παθητικός capable of emotion adverbial superl παθητικός capable of emotion neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”