- παλαί-θετος
παλαί-θετος, längst festgesetzt, aufbewahrt; κᾶλα, Callim. frg. 469; ὕμνοι, Ion bei Ath. XIV, 634 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλαί-θετος, längst festgesetzt, aufbewahrt; κᾶλα, Callim. frg. 469; ὕμνοι, Ion bei Ath. XIV, 634 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλαίθετος — παλαίθετος, ον (Α) 1. ο από παλιά τοποθετημένος 2. (γενικά) παλαιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + θετός (< τίθημι)] … Dictionary of Greek