παθαίνω

παθαίνω

παθαίνω, in Leidenschaft, πάϑος setzen, D. Hal. iud. Thuc. 2, 3. – Gew. im med. in Leidenschaft, in heftiger Bewegung sein, die Leidenschaft in Reden u. Geberden zu erkennen geben, Sp., wie Plut. non posse 20; κεκραγότες καὶ παϑαινόμενοι τὸν ἄγριον τρόπον, D. Hal. 3, 73; oft von den Rednern, z. B. D. Hal. iud. Lys. 9. – Auch von mimischen Künstlern, eine Leidenschaft darstellen, leidenschaftlich darstellen, so von einer Tänzerinn, πάντα παϑαίνεται, Automed. 3 (V, 129); cf. Ernesti lex. Technol. rhet. p. 237.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παθαίνω — παθαίνω, έπαθα βλ. πίν. 176 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παθαίνω — (ΑΜ παθαίνω) (το μέσ. και παθ.) παθαίνομαι αισθάνομαι έντονη συγκίνηση, κυριεύομαι από ζωηρό πάθος (α. «κάθε φορά που συζητούμε πολιτικά παθαίνεται» β. «παθαίνομαι, όταν ακούω κλασική μουσική») νεοελλ. φρ. α) «καλά να (τά) πάθει» λέγεται για να… …   Dictionary of Greek

  • παθαίνω — έπαθα, παθημένος αμτβ. 1. πάσχω, με βρίσκει κακό: Έπαθε πολλά στη ζωή του. 2. μέσ., παθαίνομαι νιώθω ζωηρή συγκίνηση: Όταν ακούω κιθάρα παθαίνομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πάσχω — παθαίνω, υποφέρω, είμαι άρρωστος, νοσώ: Πάσχει οπό φυματίωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δρολυκώνω — 1. πάσχω από υδροκήλη, παθαίνω δρολύκι 2. μτφ. παθαίνω διόγκωση τής κοιλιάς από υπερβολικό φαγητό …   Dictionary of Greek

  • εξονειρώσσω — ἐξονειρώσσω και ἐξονειρώττω (Α) παθαίνω ονείρωξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ονειρώσσω «παθαίνω εκσπερμάτωση κατά τον ύπνο»] …   Dictionary of Greek

  • καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… …   Dictionary of Greek

  • σκοτώ — (I) άω, Α [σκότος] σκοτάζω*. (II) έω, Α [σκότος] σκοτῶ (III)*. (III) όω, ΜΑ [σκότος] μσν. σκοτώνω, φονεύω αρχ. 1. κάνω κάτι σκοτεινό, σκοτίζω, τυφλώνω («σκοτώσω βλέφαρα καὶ δεδορκότα», Σοφ.) 2. θαμπώνω 3. προξενώ σκοτοδίνη, προξενώ ζάλη, ζαλίζω… …   Dictionary of Greek

  • ναυαγώ — ναυάγησα, ναυαγισμένος 1. για πλοία και ανθρώπους, παθαίνω ναυάγιο στη θάλασσα, βυθίζομαι, κινδυνεύω: Πλοίο εμπορικό ναυάγησε στα ανοιχτά των ακτών της Ισπανίας. 2. μτφ., αποτυχαίνω, παθαίνω καταστροφή: Ναυάγησαν οι προσπάθειες για συμφωνία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκάζω — και σκάνω και σκάω έσκασα, σκασμένος 1. μτβ., προκαλώ ρήγμα: Του έσκασαν το μπαλόνι και κλαίει. 2. μτφ., στενοχωρώ πολύ κάποιον: Τον έσκασε αυτό το παιδί με το πείσμα του. 3. αμτβ., παθαίνω ρήγμα: Έσκασαν οι τοίχοι από το σεισμό. – Έσκασαν τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”